- ενδυναμώνομαι
- ενδυναμώνομαι, ενδυναμώθηκα, ενδυναμωμένος βλ. πίν. 4
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ανεγείρω — (AM ἀνεγείρω) χτίζω, οικοδομώ μσν. (αμτβ.) παρακινούμαι, ενδυναμώνομαι αρχ. 1. σηκώνω από τον ύπνο, ξυπνώ κάποιον 2. (μολπήν, κώμον) ξυπνώ, σηκώνω, αρχίζω 3. εξεγείρω, ερεθίζω … Dictionary of Greek
προανδρίζω — Α ενδυναμώνομαι με προπαρασκευή. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀνδρίζω (< ἀνήρ, ἀνδρός)] … Dictionary of Greek
συρρώννυμαι — Α ενισχύομαι, ενδυναμώνομαι μαζί ή αμέσως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ῥώννυμαι «δυναμώνω»] … Dictionary of Greek